Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο site Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών
—
Ρωτάει η Αγγελίνα Παπαθανασίου
Σήμερα, στους Θεματοφύλακες Λόγω Τεχνών, έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε τη συγγραφέα παιδικής Λογοτεχνίας, Ελένη Γεωργοστάθη. Θα μιλήσουμε για παιδική λογοτεχνία, για τα βιβλία της αλλά και για το εξαιρετικό ιστολόγιό της.
Συνέντευξη
Καλησπέρα σας κυρία Γεωργοστάθη και σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη που μας παραχωρείτε.
Ε.Γ.: Καλησπέρα κι από μένα. Σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση.
Με έμπνευση από το όνομα του ιστολογίου σας (Μια φορά κι έναν καιρό η μικρή Ελένη), θα σας ταξιδέψω πίσω στο χρόνο και θα σας ρωτήσω πώς ξεκίνησε η αγάπη σας για τα βιβλία. Ποια ήταν τα αγαπημένα σας; Σας είχε περάσει από το μυαλό να γίνετε συγγραφέας;
Ε.Γ.: Πράγματι το όνομα του ιστολογίου μου παραπέμπει στη μακρινή εποχή που ήμουν παιδί και χαιρόμουν να διαβάζω βιβλία. Δεν είμαι σε θέση να προσδιορίσω με ακρίβεια τον χρόνο, με θυμάμαι πάντως να ξεφυλλίζω βιβλία ήδη από την προνηπιακή μου ηλικία και ευγνωμονώ τους γονείς μου που καλλιέργησαν από τόσο νωρίς –πράγμα όχι και τόσο αυτονόητο στην ελληνική επαρχία στα τέλη της δεκαετίας του ’70– την αγάπη μου γι’ αυτά. Μάλιστα, στο σχολείο που πήγαινα λειτουργούσε δανειστική βιβλιοθήκη και σε αυτή οφείλω πολλά από τα παιδικά διαβάσματά μου.
Ιδιαίτερα αγαπούσα τα έργα της Άστριντ Λίντγκρεν, του Έριχ Καίστνερ και τον Μικρό Νικόλα, βιβλία που με έκαναν να αισθανθώ από νωρίς ότι η ανάγνωση είναι πάνω απ’ όλα χαρά, απόλαυση, φαντασία, περιπέτεια, μια απρόβλεπτη διαδρομή μέσα στην πραγματικότητα.
Στα παιδικά μου χρόνια ονειρευόμουν να γίνω αρχαιολόγος και να ανακαλύψω τη Χαμένη Ατλαντίδα. Η συγγραφή δε μου είχε περάσει από το μυαλό. Αν και, αναδρομικά κοιτώντας εκείνο το παιδικό όνειρο, νομίζω πως ήταν τόσο μυθιστορηματικό και στη σύλληψη και στον τρόπο που φανταζόμουν ότι θα υλοποιηθεί ώστε μέσα του θα μπορούσε να ανιχνεύσει κανείς μια λανθάνουσα ροπή προς τη μυθοπλασία.
Τα παιδιά σας αποτελούν πηγή έμπνευσης για τις ιστορίες που γράφετε; Είναι ίσως και οι πρώτοι αναγνώστες των κειμένων σας πριν αυτά διαβούν την πόρτα του εκδοτικού;
Ε.Γ.: Η παρουσία των παιδιών στη ζωή μας αποτελεί από μόνη της πηγή έμπνευσης. Δεν είναι μόνο ο τρόπος που εκφράζονται, τα ενδιαφέροντα και οι αγωνίες τους αλλά και η εντελώς διαφορετική ματιά με την οποία βλέπουν τον κόσμο. Οπότε, φυσικά και δε θα μπορούσα να μη μοιράζομαι με τα παιδιά μου τα κείμενά μου πριν τα υποβάλω στον εκδότη μου και να ακούω με προσοχή τις παρατηρήσεις τους. Σε μία περίπτωση μάλιστα δε περιορίστηκαν στις παρατηρήσεις αλλά μου άσκησαν και πιέσεις. Ήταν όταν έγραφα το Χάθηκε η μπάλα κι αναγκάστηκα για ένα διάστημα να το αφήσω στην άκρη λόγω φόρτου εργασίας. Η μεγάλη μου κόρη, η οποία είχε διαβάσει τα κεφάλαια που είχα ήδη γράψει κι ανυπομονούσε να μάθει τη συνέχεια, με πίεζε σε καθημερινή βάση να στρωθώ να το τελειώσω: «Τι έγινε, μαμά; Έχουμε καινούργιο κεφάλαιο;» με ρωτούσε κάθε απόγευμα.
Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε το τέταρτο βιβλίο σας από τις εκδόσεις Ψυχογιός με τίτλο «Τελικά θα γράψουμε τεστ;» σε εικονογράφηση της Ναταλίας Καπατσούλια. Μια ιστορία έξυπνη, με χιούμορ και φαντασία. Πώς προέκυψε η συγκεκριμένη ιστορία;
Ε.Γ.: Η συγκεκριμένη ιστορία στριφογυρνούσε πολύ καιρό στο μυαλό μου. Από την πρώτη στιγμή υπήρχαν οι δυο βασικοί χαρακτήρες, ο Βασίλης κι η περασμένης ηλικίας, μοναχική δασκάλα του. Υπήρχε και η κυρίαρχη ιδέα –το πόσο μπορεί να διαφέρουν οι βαθύτερες σκέψεις ενός ανθρώπου από την εικόνα που βγάζει προς τα έξω. Αλλά και η πρόθεση να δημιουργήσω μια ιστορία φαντασίας της διπλανής πόρτας, με χώρο δράσης το παιδικό δωμάτιο, την πολυκατοικία, το σούπερ μάρκετ, τη γειτονιά. Εκεί απ’ όπου, κατά τη γνώμη μου, ξεκινούν οι μεγαλύτερες περιπέτειες του μυαλού.
Όσον καιρό κι αν πλάθεται μέσα μου μια ιστορία πάντως, μου είναι αδύνατον να κάτσω να τη γράψω αν δεν τη δω πρώτα ολόκληρη, λυμένη σαν σταυρόλεξο ή σαν μαθηματική εξίσωση, στο μυαλό μου. Όταν, έπειτα από ζυμώσεις, αμφιβολίες, αναθεωρήσεις, προσθαφαιρέσεις, η συγκεκριμένη ιστορία αποφάσισε να αναδυθεί ολόκληρη μπροστά μου, άφησα στην άκρη ό, τι έκανα κι άρχισα να τη γράφω.
Ο τίτλος του βιβλίου σας, μου δίνει την αφορμή για την επόμενη ερώτηση. Είναι τα παιδιά μας πιεσμένα και αγχωμένα στο σχολείο; Εκτός από το εκπαιδευτικό σύστημα, μήπως μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουμε και οι γονείς;
Ε.Γ.: Η γενιά μας –και αναφέρομαι πρωτίστως στους γονείς– τείνει να δημιουργήσει παιδιά-ρομπότ.
Φορτωμενα με απειρες δραστηριοτητες, στερημενα απο ελευθερο χρονο, απο το δικαιωμα στο παιχνιδι, στο δημιουργικο χαζεμα, στη βαρεμαρα. Παιδια νευρωτικα, αγχωμενα, εθισμενα στο κυνηγι της επιδοσης.
Με τρομάζει η κυνική αντίληψη περί χρηστικής αξίας της γνώσης, η υποτίμηση, μην πω δαιμονοποίηση, της φαντασίας και της δημιουργικής ελευθερίας. Όπως κι η εναπόθεση προσωπικών ματαιώσεων, ονείρων, απωθημένων στις πλάτες των παιδιών μας.
Από τις επισκέψεις σας στα σχολεία, ποια είναι η εικόνα που έχετε σχηματίσει; Διαβάζουν τα παιδιά βιβλία; Τι ζητούν σε ένα βιβλίο;
Ε.Γ.: Υπάρχουν παιδιά που διαβάζουν και παιδιά που δε διαβάζουν. Πολλές φορές μέσα σε μια τάξη καταλαβαίνεις διά γυμνού οφθαλμού από τις αντιδράσεις των μαθητών την αναγνωστική κουλτούρα της οικογένειάς τους και πόσο καθοριστικό ρόλο παίζει αυτή στις αναγνωστικές συνήθειές τους. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν παιδιά που λαχταρούν να διαβάσουν παρότι οι αντικειμενικές συνθήκες στο περιβάλλον τους δεν το ευνοούν. Έχω συναντήσει τέτοιες περιπτώσεις σε μικρά, απομονωμένα χωριά στην ελληνική επαρχία. Εκεί ο ρόλος του σχολείου είναι καθοριστικός και η ανάγκη να εμπλουτιστούν οι σχολικές βιβλιοθήκες με αξιόλογα βιβλία επιτακτική.
Τι ζητούν τα παιδιά από τα βιβλία; Αν κρίνω από αυτά που μου λένε στις κουβέντες μας, να μην είναι προβλέψιμα, να μη χαρακτηρίζονται από διδακτισμό και να μην τους θυμίζουν σχολικό εγχειρίδιο. Περιπέτεια θέλουν, δράση, χιούμορ και φαντασία. Να περνάνε καλά διαβάζοντας.
Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας έχουμε γνωρίσει αξιόλογους νέους συγγραφείς και εικονογράφους. Έχω όμως την αίσθηση, ότι οι Έλληνες συγγραφείς δεν τολμούν ως προς τη θεματολογία. Επιλέγουν πιο «εύπεπτα» θέματα σε σχέση με ξένους συγγραφείς που είναι πιο τολμηροί. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Ε.Γ.: Δε νομίζω πως είναι τόσο ζήτημα θεματολογίας, όσο διαχείρισής της. Ένα «βαρύ» θέμα μπορεί να ευτελιστεί αν η προσέγγισή του είναι επιπόλαιη, επιδερμική, σχηματική, τυποποιημένη και βρίθει διδαγμάτων. Αν η αρχή, η μέση και το τέλος είναι το «νόημα», η «κεντρική ιδέα», κι όχι μια καλοδουλεμένη κι ενδιαφέρουσα ιστορία. Η πληθώρα τίτλων στο ελληνικό παιδικό βιβλίο αναπόφευκτα μας φέρνει σε επαφή και με αρκετά τέτοια βιβλία, χωρίς πάντως να λείπουν οι συγγραφείς εκείνοι που με τόλμη και ευρηματικότητα αναδεικνύουν δύσκολα θέματα, χαρίζοντάς μας εξαιρετικά κείμενα. Δεν παραβλέπω, φυσικά, το γεγονός ότι υπάρχουν και ορισμένα θέματα-ταμπού που, μολονότι έχουν θιγεί κατά κόρον από ξένους συγγραφείς, δύσκολα τα αγγίζουν Έλληνες ομότεχνοί τους. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα αν αυτό έχει να κάνει μόνο με ατολμία των ίδιων των δημιουργών, με εκδοτικές επιλογές ή και, συνολικότερα, με τα αργά αντανακλαστικά μιας κοινωνίας η οποία αρκετές φορές αντιμετωπίζει με επιφύλαξη, μην πω με φοβική διάθεση, το καινούργιο, το διαφορετικό, το ανοίκειο.
Ένα άλλο φαινόμενο που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια είναι η κυκλοφορία πολλών βιβλίων μέσω της αυτοέκδοσης. Δυστυχώς, πολλές φορές σε κάποια από αυτά τα βιβλία δεν έχει γίνει ούτε μια απλή επιμέλεια και υπάρχουν ορθογραφικά και συντακτικά λάθη. Είναι άλλη μια συνέπεια της οικονομικής κρίσης;
Ε.Γ.: Σίγουρα η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει τον εκδοτικό χώρο, οδηγώντας σε σημαντικές εκπτώσεις στην ποιότητα των βιβλίων, χωρίς πάντως αυτό να αποτελεί τον κανόνα. Από την άλλη, τα μεγέθη και οι ανάγκες της ελληνικής αγοράς βιβλίου αλλά και συγκεκριμένα κριτήρια που θέτει κάθε εκδότης καθιστούν αδύνατη την έκδοση όλων των χειρογράφων που υποβάλλονται στους εκδοτικούς οίκους. Κάπου εκεί προβάλλει ως εύκολη λύση η ιδέα της αυτοέκδοσης. Χωρίς να παραγνωρίζω το γεγονός ότι ορισμένα λογοτεχνικά είδη υποεκπροσωπούνται στην ελληνική εκδοτική παραγωγή ή τις μεμονωμένες περιπτώσεις βιβλίων που αρχικά απορρίφθηκαν και στη συνέχεια σημείωσαν επιτυχία, νομίζω πως η αυτοέκδοση ως λύση κρύβει παγίδες. Όχι μόνο επειδή ένα μη επαρκώς φροντισμένο βιβλίο δε θα ικανοποιήσει στο ελάχιστο τις προσδοκίες μας, αλλά και γιατί πολλές φορές η απόρριψη ενδέχεται, σε δεύτερο χρόνο ιδωμένη, να αποτελέσει την αφορμή για αυτοκριτική, δημιουργικό ξανακοίταγμα και βελτίωση της δουλειάς μας πριν προβούμε σε βεβιασμένες εκδοτικές επιλογές.
Μπορεί να κυκλοφόρησε πρόσφατα το νέο σας βιβλίο, αλλά υπάρχει αυτή τη περίοδο κάποιος νέος ήρωας ή ηρωίδα που σας βασανίζει γλυκά και περιμένει να πάρει σάρκα και οστά;
Ε.Γ.: Όπως έλεγα και πιο πάνω, οι ιστορίες συνήθως ζυμώνονται πολύ καιρό, ακόμα και χρόνια, στο μυαλό μου, οπότε μονίμως υπάρχουν κάποιοι ήρωες που με παιδεύουν. Αυτή την εποχή συγκατοικούν στο κεφάλι μου οι ήρωες δύο εντελώς διαφορετικών ιστοριών. Μέχρι πρότινος δεν ήμουν σίγουρη ποια από τις δυο θα έφτανε πρώτη στο τέρμα και θα άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά στον υπολογιστή. Τώρα νομίζω πως ξέρω, αν και ποτέ δεν είναι αργά για εκπλήξεις…
Από το 2012 διατηρείτε το δικό σας ιστολόγιο και παρουσιάζετε παιδικά βιβλία που διαβάσατε και ξεχωρίσατε. Πως αποφασίσατε να δημιουργήσετε αυτό το blog; Εκτός από την ανάγνωση των βιβλίων που αποτελεί ψυχαγωγία για σας, τι άλλο σας ευχαριστεί και σας ξεκουράζει μετά από μια κουραστική μέρα;
Ε.Γ.: Το μπλογκ δημιουργήθηκε από μια παρόρμηση: Ήθελα να μοιραστώ με ένα ευρύτερο κοινό τον ενθουσιασμό που ένιωθα διαβάζοντας βιβλία παρέα με τα παιδιά μου. Στην πορεία συνειδητοποίησα πως τα βιβλία για παιδιά με είχαν φέρει σε επαφή με πολύ ενδιαφέροντες εκφραστικούς κώδικες και νομίζω ότι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που με οδήγησαν να γράψω και η ίδια.
Εκτός από τα βιβλία, αγαπάω πολύ τον κινηματογράφο, αν και πλέον τις περισσότερες ταινίες τις απολαμβάνω στη μικρή κι όχι στη μεγάλη οθόνη, λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων.
Μέχρι στιγμής τα βιβλία σας απευθύνονται σε μικρής ηλικίας παιδιά. Σας έχει περάσει από το μυαλό η σκέψη να γράψετε για εφηβικό κοινό;
Ε.Γ.: Αν πριν από δέκα χρόνια μού λέγατε ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα έγραφα βιβλία για παιδιά, μάλλον θα σας απαντούσα ότι μιλάτε για κάποια άλλη. Η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις, εμείς οι ίδιοι εκπλήσσουμε τον εαυτό μας με επιλογές που στο παρελθόν ίσως και να μας φάνταζαν απίθανες. Από αυτή την άποψη, όλα μπορεί να συμβούν, ακόμα κι αν μέχρι στιγμής δεν έχουν περάσει από το μυαλό μας.
Λίγο πριν ολοκληρώσουμε τη συνέντευξη θα θέλατε να πείτε κάτι στους αναγνώστες μας;
Ε.Γ.: Το καλοκαίρι το έχω συνδέσει με τα πιο όμορφα διαβάσματα της ζωής μου. Διαβάσματα όχι καταπιεστικά, αλλά συνώνυμα της ελευθερίας και της ξενοιασιάς που σηματοδοτεί για κάθε παιδί αυτή η εποχή του χρόνου. Θα προέτρεπα λοιπόν τους γονείς να αφήσουν τα παιδιά τους να απολαύσουν τώρα που οι περιορισμένες υποχρεώσεις τους τους το επιτρέπουν αυτούς τους μήνες χαράς και ανεξαρτησίας. Μακριά από ψυχαναγκαστικές επαναλήψεις κι υποχρεωτικές αναγνώσεις, μακριά από πατερναλιστικές λογικές και ταμπέλες του τύπου «θεωρείται καλό». Σε ό, τι αφορά τις αναγνωστικές τους επιλογές, ας τους δώσουν την ευκαιρία να επιλέξουν μόνα τους τι και πώς θα διαβάσουν, όπως ακριβώς επιλέγουν κι οι ίδιοι τα δικά τους αναγνώσματα. Η ανάγνωση είναι πράξη ελευθερίας. Και συστηματικός, συνειδητός αναγνώστης γίνεσαι μόνο αν σου έχει δοθεί το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής.
Σας ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σας. Σας εύχομαι καλή δημιουργική συνέχεια και πολλές καλές αναγνώσεις.
Ε.Γ.: Εγώ σας ευχαριστώ για τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις. Καλή επιτυχία σε ό, τι κάνετε!
Επεξεργασία εικόνας: Παναγιώτα Γκουτζουρέλα
——-