Ο Κυριάκος Αθανασιάδης ζήτησε από γυναίκες που εργάζονται στον χώρο του βιβλίου -εκδότριες, συγγραφείς, μεταφράστριες, εικονογράφους, επιμελήτριες, υπεύθυνες εκδόσεων- να περιγράψουν μια συνηθισμένη μέρα από τη ζωή τους. Να τι απάντησα εγώ:
Ελένη Γεωργοστάθη (Επιμελήτρια Εκδόσεων, Συγγραφέας): Όταν ξεκίνησα να δουλεύω στο σπίτι, είχα την (ψευδ)αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας σε χρόνους και ωράρια. Φυσικά, με το που μπήκε στην εξίσωση η οικογένεια, όλα άλλαξαν, καθώς η ρουτίνα μου ορίστηκε από τα προγράμματα και τις ανάγκες των άλλων. Οπότε: Πρωί-πρωί, κι αφού η υπόλοιπη οικογένεια έχει εγκαταλείψει το σπίτι για δουλειά και σχολείο, αρχίζει το μοναδικό συνεχόμενο μέσα στη μέρα μου πεντάωρο δουλειάς, με γράψιμο, επιμέλεια, τηλεφωνική ή ηλεκτρονική επικοινωνία με συνεργάτες. Με μικροδιαλείμματα για τις υποχρεώσεις του σπιτιού αλλά και με μικροπαρασπονδίες πού και πού. Όπως για να παρουσιάσω κάποιο βιβλίο μου σε σχολείο ή για να πεταχτώ στους εκδότες με τους οποίους συνεργάζομαι — και σ’ αυτές τις σποραδικές αποδράσεις από τη ρουτίνα, με μουσική και σκέψεις στη διαπασών, παίζει να είμαι η πιο ευτυχισμένη οδηγός του λεκανοπεδίου. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το πρωινό φεύγει και το πεντάωρο της αυτονομίας τελειώνει με την επιστροφή των παιδιών. Το απόγευμα μοιάζει μ’ ένα ατέρμονο πήγαιν’-έλα ανάμεσα σε δουλειά, επαναληπτικά τεστ ιστορίας ή μαθηματικών και απογευματινές δραστηριότητες — ώσπου να επιστρέψει στο σπίτι ο μπαμπάς και να φορτωθεί εκείνος τα οικογενειακά βάρη. Από κει και μετά, γράψιμο όταν έχω κέφι, λίγο διάβασμα, καμιά σειρά ή ταινία, ανάλογα με τις αντοχές, παρέα με σαλάτα και λίγη κουβέντα. Κι αυτό ήταν. Πολλοί με ρωτάνε πώς αντέχω τη μοναξιά της δουλειάς στο σπίτι ή το ότι μοιράζω τον χρόνο μου ανάμεσα σ’ αυτή και στα παιδιά μου. Η αλήθεια είναι ότι απολαμβάνω εξίσου τη γαλήνη των πρωινών ωρών, που μπορώ απερίσπαστη να αφοσιωθώ στην επιμέλεια ή στο γράψιμο, και ό,τι την παραβιάζει αλύπητα από το μεσημέρι και μετά. Κι αφήνω όλα τ’ άλλα για το ιερό Σαββατοκύριακο — όσο αντέχω να το περιφρουρώ.