Η συγγραφέας κι επιμελήτρια εκδόσεων Ελένη Γεωργοστάθη γράφει για τη δική της κλεφτή ματιά σε μια μικρή φέτα από το μέλλον.
«Δεν είναι ωραίο που αυτές τις μέρες τρώμε όλοι μαζί τα μεσημέρια;» είπε η μία από τις κόρες μου κάποια από τις μέρες του εγκλεισμού – θα σας γελάσω ποια, έχω χάσει κι εγώ το μέτρημα.
Κοιταχτήκαμε με τον άντρα μου, χαμογελάσαμε.
«Ωραίο είναι», παραδεχτήκαμε.
Και μετά, μόνοι μας, θαυμάσαμε αυτή την πεισματική προσήλωση των παιδιών στην ομορφιά, ο κόσμος να χαλάσει. Κι ας έχει γίνει η ζωή τους μπάχαλο. Ας έχουν βδομάδες να συναντήσουν φίλους και συμμαθητές, να παίξουν μπάσκετ, να χαζολογήσουν και ν’ αστειευτούν στο σχολικό προαύλιο. Ας λιγοστεύουν επικίνδυνα τα αποθέματα σε αδιάβαστα βιβλία, ας έχουν κατέβει από την ντουλάπα όλα τα ξεχασμένα εδώ και χρόνια επιτραπέζια. Ας έχει πάψει πια η τηλεόραση να φαντάζει η ιδανική απόδραση από τη ρουτίνα. Κι ας έχουν γίνει το Skype και το Webex η νέα σχολική καθημερινότητά τους, το νέο παράθυρο επικοινωνίας τους με τον έξω κόσμο.
Πολλές μέρες τώρα, με κάποιον τρόπο, εκείνη η κουβέντα στο μεσημεριανό τραπέζι με ακολουθεί προστατευτικά, φιλτράρει τη ματιά μου σ’ αυτόν τον καινούργιο, χαλασμένο κόσμο. Κι ας μην έχει επηρεαστεί η δική μου ρουτίνα τόσο δραματικά όσο εκείνη των παιδιών μου από τον υποχρεωτικό εγκλεισμό λόγω κορονοϊού. Έτσι κι αλλιώς, είκοσι δύο χρόνια τώρα δουλεύω στο σπίτι διορθώνοντας και γράφοντας βιβλία. Κι αυτό ακριβώς συνεχίζω να κάνω τούτες τις αλλόκοτες μέρες.
«Απορώ πώς την παλεύεις κλεισμένη εδώ μέσα τόσα χρόνια», μουρμουρίζει κάθε λίγο και λιγάκι ο άντρας μου, που ακόμα προσπαθεί να προσαρμόσει πλήρως τον χρόνο και τις συνήθειές του στα μέτρα της εξ αποστάσεως εργασίας.
Σε κάποιον που έχει μάθει να εργάζεται με πολύ κόσμο ίσως να φαντάζει αδιανόητη η μοναχική δουλειά απ’ το σπίτι. Κι όμως, είναι αυτή ακριβώς η δουλειά που με κρατάει όρθια τις τελευταίες βδομάδες, πλημμυρίζοντάς με ευγνωμοσύνη για τον τρόπο που τα κείμενα επιμένουν να με τραβάνε στους δικούς τους κόσμους, να λειτουργούν ως το δικό μου καθημερινό ανάχωμα απέναντι στη μαυρίλα των ειδήσεων, στην αγωνία για συγγενείς, φίλους και γνωστούς, στη νοσταλγία για ό,τι τόσο υποτιμητικά κι αδιάφορα αποκαλούσαμε κάποτε καθημερινότητα.
Πώς θα είναι άραγε το μετά; αναρωτιέμαι κάποιες φορές στα διαλείμματα της δουλειάς, μετά τη νιοστή μου γύρα στα ενημερωτικά σάιτ. Και μας φαντάζομαι όλους όσους είμαστε ακόμα εδώ να έχουμε ξεχυθεί στους δρόμους σαν παραζαλισμένα κοτόπουλα από την κλεισούρα, όμοιοι με εκστασιασμένους επιζήσαντες χολιγουντιανών ταινιών καταστροφής.
Γελάω με το κλισέ, κουνάω το κεφάλι απογοητευμένη με τη φτωχή μου φαντασία και ξαναβρίσκω αποκούμπι στη δουλειά. Και τότε, εκεί μπροστά μου στην οθόνη, αντικρίζω ένα άλλο, λιγότερο εφετζίδικο μετά: Είναι η δική μου κλεφτή ματιά σε μια μικρή φέτα από το μέλλον, στα βιβλία που διορθώνω αυτόν τον καιρό και που τα φαντάζομαι να φτάνουν, τυπωμένα πια, στα χέρια των αναγνωστών σε λίγους –ή λίγο περισσότερους– μήνες από τώρα. Όταν όλα –ή σχεδόν όλα– θα έχουν ξαναγίνει όπως τον παλιό, καλό, βαρετό καιρό. Κι από αυτή την άποψη, με κάποιον τρόπο, το μέλλον, αισιόδοξο και φωτεινό, μοιάζει να είναι κιόλας εδώ.