Στα έξι χρόνια που γράφω βιβλία, έχει τύχει κάποιες λίγες φορές να λάβω μηνύματα από ανθρώπους που, όπως κι εγώ, ασχολούνται ερασιτεχνικά με τις βιβλιοπαρουσιάσεις και τις βιβλιοκριτικές στα οποία περίπου μου απολογούνται επειδή δεν πρόλαβαν να γράψουν για κάποιο βιβλίο μου. Πάντοτε τους απαντώ ότι δε χρειάζεται καν να το συζητάμε, κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να γράφει για κανέναν, εξάλλου όταν στέλνουμε κάπου ένα βιβλίο δε θεωρούμε δεδομένο ότι οι παραλήπτες θα γράψουν γι’ αυτό – πολλώ δε μάλλον, ότι θα γράψουν μόνο καλά λόγια. Ξέρω πολύ καλά το συναίσθημα – άλλωστε κι εγώ γράφω για βιβλία άλλων. Κι είναι πολλά, πάρα πολλά αυτά για τα οποία δεν έχω γράψει. Σε όλους μας το ίδιο δε συμβαίνει εξάλλου; Όχι μόνο γιατί κάποια από τα βιβλία που φτάνουν στα χέρια μας δε μας αρέσουν. Ή γιατί -εμένα τουλάχιστον μου έχει συμβεί κι αυτό- μας αρέσουν τόσο πολύ ώστε κομπλάρουμε να γράψουμε γι’ αυτά. Αλλά και γιατί δεν προλαβαίνουμε να τα διαβάσουμε όλα. Γιατί δεν είμαστε σε φάση. Γιατί πνιγόμαστε στη δουλειά. Γιατί μείναμε χωρίς δουλειά. Γιατί είμαστε πηγμένοι. Κουρασμένοι. Άρρωστοι. Τρελαμένοι. Λυπημένοι. Χαρούμενοι. Απογοητευμένοι. Ευτυχισμένοι. Χαμένοι. Τα βιβλία, όπως συνήθως διατρανώνουμε, είναι πράγματι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μας – το πιο σημαντικό μετά την ίδια τη ζωή, θέλω να πω. Αυτή υπαγορεύει ρυθμούς, συνήθειες, προτεραιότητες, επιλογές.
Τα γράφω όλα αυτά επειδή, για λόγους άσχετους με τα βιβλία αλλά πολύ σχετικούς με τη ζωή, πέρασα κοντά ένα εξάμηνο χωρίς να γράψω για τίποτα και για κανέναν. Όλο αυτό το διάστημα έβλεπα βιβλία να φτάνουν, διάβαζα ορισμένα, ξεφύλλιζα κάποια άλλα φευγαλέα, κοίταζα μελαγχολικά αρκετά να μένουν αναγκαστικά στην άκρη, έκανα σχέδια για νέες αναρτήσεις που ποτέ δεν προλάβαινα να ετοιμάσω, βαθιά μέσα μου όμως ήξερα ότι κάποια στιγμή θα εμφανιστεί ένα βιβλίο που θα δώσει μια κλοτσιά σε πιεσμένα προγράμματα, κούραση, ακεφιές, τεμπελιές, ματαιώσεις, προτεραιότητες, τα πάντα όλα, και θα με αναγκάσει να στρωθώ κάτω και να γράψω γι’ αυτό. Έτσι γίνεται πάντα. Τα βιβλία έρχονται και μας βρίσκουν. Όχι κατ’ ανάγκη επειδή είναι ωραιότερα ή συγκλονιστικότερα ή εκπληκτικότερα από άλλα που πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Αλλά επειδή σέρνουν μαζί τους μια ατέλειωτη αλυσίδα υποκειμενικών κι αντικειμενικών παραγόντων, μια αλλοπρόσαλλη και υπερβολικά σύνθετη εξίσωση για να την εξηγήσει το περιορισμένων μαθηματικών δυνατοτήτων μυαλό μου που έρχεται να μας ξεκολλήσει από λασπερούς, κακοτράχαλους χωματόδρομους και να μας ξαναστείλει γκαζωμένους σε ολόφωτες λεωφόρους.
Και το βιβλίο αυτό ήρθε. Ήταν η τελευταία ιστορία του David Litchfield με ήρωα τον Αρκούδο πιανίστα του. Που, έχοντας κάνει όλα τα όνειρά του πραγματικότητα, αρχίζει να χάνει σιγά σιγά το κέφι του και μαζί το κοινό του. Ξαναγυρνά λοιπόν στο δάσος, παρατάει το πιάνο κι αφοσιώνεται στο μεγάλωμα του παιδιού του. Ως τη μέρα που αυτό το τελευταίο μαθαίνει για το λαμπερό παρελθόν του πατέρα του κι αποφασίζει να οργανώσει για χάρη του μια μοναδική συναυλία…
Διαβάζοντας και αυτό το εικονογραφημένο βιβλίο του Litchfield, αναρωτήθηκα για μιαν ακόμα φορά αν οι φαινομενικά απλές ιστορίες που αφηγείται ο σημαντικός αυτός δημιουργός απευθύνονται μόνο στα παιδιά, καθώς και πάλι διέκρινα, πέρα από την τρυφερή σχέση γονιού και παιδιού, τα γνώριμα πρόσωπα του παρελθόντος που επανέρχονται, τη χαρά της έκπληξης, τη μαγική, θεραπευτική δύναμη της μουσικής, τις αντοχές της αληθινής φιλίας, ζητήματα όπως η αγωνία για το πέρασμα του χρόνου, το εφήμερο της δόξας, η καλλιτεχνική ματαίωση, οι αιφνίδιες αλλαγές που επιφυλάσσει η ενηλικίωση και, πολύ περισσότερο, το γήρας. Κι ωστόσο αυτή η υπαρξιακή αγωνία που αναδύεται δε βαραίνει την αφήγηση, που, χωρίς να ξεχειλώνει και να φλυαρεί, χωρίς να χάνει τη φρεσκάδα της και να ξεστρατίζει κουραστικά σε παράδρομους, ακολουθεί γνώριμα σε συγγραφέα κι αναγνώστη μονοπάτια.
Το άλλο στοιχείο που με καθηλώνει στον Litchfiled είναι, φυσικά, η μαγική του σκηνοθεσία, οι εικόνες του, τα χρώματά του, η προοπτική του, το φως του. Γι’ άλλη μια φορά και σ’ αυτό το βιβλίο συναντιούνται δύο κόσμοι, από τη μια εκείνος των λαμπερών, φαντασμαγορικών συναυλιών -η πόλη- κι από την άλλη ο ήρεμος κόσμος του δάσους, σ’ όλες του τις εκφάνσεις κι εποχές, με το φως και το σκοτάδι να εναλλάσσονται, απηχώντας διαθέσεις και συναισθήματα. Ωστόσο, καθώς ο Αρκούδος αρχίζει να ανακαλεί το παρελθόν, ο Litchfiled κατορθώνει να μεταγγίσει στο δάσος κάτι από τη λάμψη της πρότερης ζωής του ήρωά του, μετατρέποντάς το σταδιακά σε έναν μοναδικής ατμόσφαιρας συναυλιακό χώρο. Άλλοτε απλώνοντας τις εικόνες του σε ολόκληρα σαλόνια, άλλοτε σπάζοντας αυτά τα τελευταία σε διαδοχικά στιγμιότυπα, ο δημιουργός του Αρκούδου όχι μόνο κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη του αλλά και πετυχαίνει να δημιουργήσει ένα απολύτως κινηματογραφικό σκηνικό, κάνοντάς σε να νιώσεις πως παρακολουθείς ένα φαντασμαγορικό μιούζικαλ.
Και το σάουντρακ; θα ρωτήσετε. Ως άνθρωπος που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς μουσική, ξέρω καλά πώς οι νότες κι οι ήχοι μπορούν να βάψουν με χρώματα ακόμα και το πιο μουντό, αδιάφορο τοπίο. Ας πούμε ότι εδώ συμβαίνει το αντίστροφο, το πανηγύρι των χρωμάτων είναι αυτό που γεννά μέσα σου τη μουσική. Μια μουσική που δεν είναι ούτε της πόλης ούτε του δάσους, αλλά, όπως υποδηλώνει το τελευταίο μαγικό σαλόνι, ταξιδεύει, σε κάθε ηχόχρωμα, σε κάθε έκφανση κι εκδοχή, ανάλαφρη στο κυματάκι για ν’ απλωθεί σε ολόκληρη τη γη.
O Αρκούδος, το Πιάνο και η Τελευταία Συναυλία
David Litchfield
μετάφραση: Μαριάννα Ψύχαλου
Μικρή Σελήνη, 2020